προσαυγάζουσα

προσαυγάζουσα
προσαυγάζω
look towards
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσαυγάζω — Α 1. βλέπω προς κάποιον ή προς κάτι («Σπιλάς... πόντον προσαυγάζουσα», Λυκόφρ.) 2. λάμπω πάνω σε κάποιον («λίθους ἥδιστον προσαυγάζοντας τοῑς ὁρῶσι», Ιώσ.) 3. στίλβω, αστράφτω («ἱστία ποικίλως προσαυγάζοντα», Φιλόστρ.) 4. υφίσταμαι μαρτύριο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”